Δωριεύς

Δωριεύς
Δωρῐεύς
1 Dorian
a adj., always in connection with Aigina. τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ (ὅτι μετὰ τὴν Αἰακοῦ βασιλείαν Δωριεῖς τῆς Αἰγίνης ἐκράτησαν. Σ) O. 8.30 ἔδεκτο Κίρραθεν ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ (τῷ τῶν Αἰγινήτων ὕμνῳ. Σ) P. 8.20 σὺν θεῶν δέ νιν (= Αἴγιναν) αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (οἱ γὰρ ἀπὸ Δώρου Ἀργεῖοι ᾤκισαν Αἴγιναν, ἡγουμένου αὐτῶν τοῦ στόλου Τριάκοντος. Σ) I. 9.4 ὀνυμακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ νᾶσος (sc. Αἴγινα. i. e. in the Saronic gulf) Pae. 6.123
b subs. θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοι ὄχθαις ὑπὸ Ταυγέτου ναίοντες αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς (sc. οἱ Λακεδαιμόνιοι) P. 1.65

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Δωριεύς — Dorian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωριεύς — ο (AM δωριεύς) (συν. στον πληθ. δωριείς) 1. απόγονοι τού Δώρου, γιου τού Έλληνα, μία από τις τέσσερεις ελληνικές φυλές 2. δωρικός …   Dictionary of Greek

  • Δωριεύς ή Δωριέας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Γιος του βασιλιά Αναξανδρίδη της Σπάρτης (6ος αι. π.Χ.). Όταν έγινε βασιλιάς o ετεροθαλής αδελφός του, Κλεομένης, ο Δ. έφυγε από τη Σπάρτη και επιχείρησε να ιδρύσει αποικία στη βόρεια Αφρική, κοντά στη …   Dictionary of Greek

  • Δωριεῦ — Δωριεύς Dorian masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωριέες — Δωριεύς Dorian masc nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωριέος — Δωριεύς Dorian masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dorians — This article is about the population of ancient Greece. For other uses, see Dorian (disambiguation). History of Greece This article is part of …   Wikipedia

  • Δωριεῖς — Δωρίζω imitate the Dorians in life fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) Δωριεύς Dorian masc acc pl (attic) Δωριεύς Dorian masc nom/voc pl (attic parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωριῆς — Δωρίζω imitate the Dorians in life fut ind act 2nd sg (doric) Δωριάζω dress like a Dorian girl fut ind act 2nd sg (doric) Δωριεύς Dorian masc nom pl (attic) Δωριεύς Dorian masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωριέων — Δώριος masc/fem gen pl (epic ionic) Δωρίζω imitate the Dorians in life fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) Δωριεύς Dorian masc gen pl (attic) Δωριέω̆ν , Δωριεύς Dorian masc gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωριέως — Δωριέω̆ς , Δωριεύς Dorian masc gen sg Δωριεύς Dorian masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”